Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) τα φορέματα

  • 1 гардероб

    гардероб м 1) β разн. знач. η ιματιοθήκη το ιματιοφυλά κιο η ντουλάπα (тк. мебель )' το βεστιάριο (помещение ) 2) (одежда ) τα φορέματα
    * * *
    м
    1) в разн. знач. η ιματιοθήκη; το ιματιοφυλάκιο; η ντουλάπα (тк. мебель); το βεστιάριο ( помещение)
    2) ( одежда) τα φορέματα

    Русско-греческий словарь > гардероб

  • 2 вещь

    вещ||ь
    ж
    1. (предмет) τό πρᾶ[γ]μα, τό ἀντικείμενο[ν]·
    2. \вещьи мн. (имущество) τά πρά[γ]ματα/ οἱ ἀποσκευές (багаж)/ τά ρούχα (одежда):
    носильные \вещьи τά ἐνδύματα, τά φορέματα, τά ρούχα, ὁ ἱματισμός· теплые \вещьи τά ζεστά ρούχα·
    3. (пьеса, книга и т. п.) разг τό Εργο:
    хорошая \вещь (τό) καλό ἔργο· ◊ \вещь в себе филос. τό πράγμα καθ' ἐαυτό· удивительная \вещь! καταπληκτικό πράγμα!

    Русско-новогреческий словарь > вещь

  • 3 выходить

    выходи́ть I
    несов
    1. βγαίνω, ἐξέρχομαι/ κατεβαίνω, κατέρχομαι (из вагона, самолета, экипажа)/ φεύγω (покидать)/ περνώ, μεταβαίνω (в другое помещение):
    \выходить на у́лицу βγαίνω (или κατεβαίνω) στό δρόμο· \выходить в море βγαίνω στό πέλαγος, στ· ἀνοιχτἄ \выходить из порта βγαίνω ἀπ' τό λιμάνί \выходить из окружения воен. διασπώ τήν περικύκλωση, διασπώ τόν κλοιό· \выходить из-за стола σηκώνομαι ἀπό τό τραπέζι·
    2. (появляться) φαίνομαι/ δημοσιεύομαι, ἐκδίδομαι (о книге):
    \выходить на сцену βγαίνω, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στή σκηνή· \выходить на работу πηγαίνω στήν δουλειά·
    3. (израсходоваться) ξοδεύομαι, καταναλίσκομαι·
    4. (удаваться) καταφέρνω, ἐπιτυγχάνω:
    э́то у меня хорошо́ выходит αὐτό τό καταφέρνω καλά·
    5. (получаться) γίνομαι, βγαίνω:
    из него́ выйдет хороший механик αὐτός θά γίνει (илива βγή) καλός μηχανικός· из э́того куска выходит два платья ἀπό ἕνα κομμάτι ὕφασμα βγαίνουν δύο φορέματά из £того ничего не выходит ἀπ' αὐτό δέν βγαίνει τίποτε·
    6. (из какой-л. среды) προέρχομαι, κατάγομαι·
    7. (выбывать) ἀποχωρώ, βγαίνω, ἐγκαταλείπω:
    \выходить из игры βγαίνω ἀπ· τό παιγνίδι· \выходить из строя (о машине) ἀχρηστεύομαι· \выходить в тираж (об облигации) ἀπο-σβύνομαΓ \выходить в отставку παραιτούμαι, ἀποστρατεύομαι1
    8. (об окне, двери и т. п.) βγαίνω, βγάζω κάπου, βλέπω κἀπου:
    окно выходит во двор тб παράθυρο βλέπει στήν αὐλή· ◊ \выходить замуж παντρεύομαι· \выходить из затруднения βγαίνω ἀπ' τή δυσκολία· \выходить из терпения χάνω τήν ὑπομονή· \выходить из себя γίνομαι ἔξω φρενών, παραφέρομαί \выходить из моды πάβω νά εἶμαι τής μόδας· \выходить из берегов πλημμυρίζω· выходит, что... πάει νά πεῖ πώς...· не выходит из головы δέν βγαίνει ἀπό τό κεφάλι μου (или ἀπό τόν νοῦ μου).
    вы́ходить II
    сов см. выхаживать.

    Русско-новогреческий словарь > выходить

  • 4 длиниополый

    длинио||по́лый
    прил μακρύς (γιά τά φορέματα).

    Русско-новогреческий словарь > длиниополый

  • 5 нашить

    нашить
    сов см. нашивать· \нашить много платьев ράβω πολλά φορέματα

    Русско-новогреческий словарь > нашить

  • 6 носильный

    носи́льн||ый
    прил:
    \носильныйое белье τά ἀσ-πρόρρουχα, τά ἐσώρρουχα· \носильныйые вещи τά ρούχα, τά φορέματα

    Русско-новогреческий словарь > носильный

  • 7 перемерить

    перемерить
    сов
    1. см. перемеривать·
    2. (одежду) κάνω πρόβα (πολλά φορέματα), δοκιμάζω:
    \перемерить· исе платья δοκιμάζω ὀλα τά φουστάνια

    Русско-новогреческий словарь > перемерить

  • 8 пестрый

    пестр||ый
    прил
    1. παρδαλος, ποικιλό-χρους, ποικιλόχρωμος:
    \пестрыйые краски τά παρδαλά χρώματα, τά ζωηρά χρώματα· \пестрыйая вышивка τό πλούμισμα· \пестрыйая одежда τά φανταχτερά φορέματα·
    2. (разнородный) ποικίλος, παρδαλος, ἀνομοιόμορφος, ἀνακατωμένος:
    \пестрыйая толпа κάθε καρυδιάς καρύδι.

    Русско-новогреческий словарь > пестрый

  • 9 тряпка

    тря́п||ка
    ж
    1. τό κουρέλι, τό ράκος, ἡ πατσαβούρα:
    половая \тряпка τό σφουγγαρό-πανο· \тряпка для пыли τό ξεσκονόπανο· \тряпка для рук τό χεροπάνι·
    2. \тряпкаки мн. (о нарядах) τά ροῦχα, τά φορέματα·
    3. (о человеке) разг презр. ὁ ἄνθρωπος χωρίς χαρακτήρα.

    Русско-новогреческий словарь > тряпка

  • 10 нашить

    [νασυτ'] ρ. ράβω πολλά φορέματα

    Русско-греческий новый словарь > нашить

  • 11 нашить

    [νασυτ'] ρ ράβω πολλά φορέματα

    Русско-эллинский словарь > нашить

  • 12 настряпать

    ρ.σ.μ.
    1. (με ποσοτική σημ.) μαγειρεύω, ετοιμάζω.
    2. μτφ. (απλ.) φτιάχνω στα γρήγορα, όπως-όπως•

    настряпать заявление φτιάχνω (γράφω) αίτηση•

    настряпать платьев φτιάχνω (ράβω) φορέματα όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > настряпать

  • 13 нашить

    -шью, -шьшь, προστκ. нашей, ρ.σ.μ.
    1. επιρράπτω.
    2. ράπτω, ράβω (πολλά)•

    платьев ράβω φορέματα.

    Большой русско-греческий словарь > нашить

  • 14 переносить

    -ношу, -носишь
    ρ.δ.
    βλ. перенести.
    εκφρ.
    не переносить кого-чегб – δεν υποφέρω κάποιον, κάτι (απεχθάνομαι).
    βλ. перенестись.
    -ношу, -носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переношенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω•

    переносить вещи в вагон μεταφέρω τα πράγματα στο βαγόνι.

    2. φθείρω (για ενδύματα, υποδήματα).
    3. εγκυμονώ, κυοφορώ πέρα από τον κανονικό χρόνο.
    1. βλ. перенестись.
    2. φθείρομαι, χαλνώ•

    все шитья -лись όλα τα φορέματα φθάρθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > переносить

  • 15 перепороть

    -порю, -порешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепоротый, βρ: -рот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ξηλώνω (όλα, πολλά)•

    перепороть все платья ξηλώνω όλα τα φορέματα.

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. перепороть 1)
    (απλ.) μαστιγώνω (όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > перепороть

  • 16 платье

    -я, γεν. πλθ. -ьев ουδ.
    1. αθρσ. ενδύματα, φορέματα ρούχα• ενδυμασία•

    мужское платье ανδρικά ενδύματα•

    женское платье γυναικεία ενδύματα•

    магазин готового -ья κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων•

    траурное платье πένθιμη ενδυμασία, πένθιμα ρούχα, τα μαύρα.

    2. φουστάνι, φόρεμα•

    шёлковое платье μεταξωτό φουστάνι.

    Большой русско-греческий словарь > платье

См. также в других словарях:

  • φορέματα — φόρεμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοφορώ — και χρυσοφοράω χρυσοφόρεσα, χρυσοφορεμένος 1. είμαι ντυμένος με χρυσά φορέματα. 2. ντύνω κάποιον με χρυσά φορέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …   Dictionary of Greek

  • έμβαρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, καταγόταν από την Αθήνα. Προσφέρθηκε να θυσιάσει την κόρη του όταν η πόλη απειλήθηκε με λοιμό, επειδή σκοτώθηκε η ιερή άρκτος του ναού της Άρτεμης στη Μουνιχία, και διαδόθηκε πως η θεά θα… …   Dictionary of Greek

  • αγούνωτος — η, ο [γουνώνω] (για παλτά, φορέματα κ.λπ.) αυτός που δεν έχει επενδυθεί ή διακοσμηθεί με γούνα …   Dictionary of Greek

  • ανθέμιο — Διακοσμητικό στοιχείο φυτικής έμπνευσης, που το χρησιμοποίησε σε αμέτρητες ποικιλίες η αρχαία ελληνική τέχνη από την αρχαϊκή περίοδο, το πήραν οι μεταγενέστερες τέχνες, έφτασε στη νεοκλασική αρχιτεκτονική και εξακολουθεί να επιζεί. Το α. δεν… …   Dictionary of Greek

  • ασούρωτος — η, ο 1. ο αστράγγιστος 2. αυτός που δεν τα χει σουρώσει, δεν έχει μεθύσει 3. (για φορέματα) χωρίς σούρες, χωρίς πτυχές …   Dictionary of Greek

  • ασούφρωτος — η, ο 1. (για φορέματα) χωρίς σούφρες, πτυχές 2. εκείνος που δεν τον έχουν σουφρώσει, δεν τον έχουν κλέψει με πονηριά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»